Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γέρυνος — γέρυνος, ο (Α) ο γύρινος ή γυρίνος (βάτραχος) … Dictionary of Greek
γερύνων — γέρυνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)